Σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα σε
σύγκριση με το σύνολο της ΕΕ είναι το ποσοστό του πληθυσμού της Ελλάδος
που βρίσκεται είτε σε κίνδυνο φτώχειας είτε σε κατάσταση κοινωνικού
αποκλεισμού, δηλαδή ζει με υλικές στερήσεις ή διαβιοί σε νοικοκυριά με
χαμηλή ένταση εργασίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της δειγματοληπτικής Έρευνας Εισοδήματος και
Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών που έχει δημοσιοποιήσει η ΕΛΣΤΑΤ, το
2012 το ποσοστό τους ανήλθε σε 34,6%, αντιστοιχώντας σε 3.795.100
άτομα, και είναι υψηλότερο από ό,τι στις άλλες χώρες τις ΕΕ (ΕΕ-28:
25,1%) με εξαίρεση τη Βουλγαρία (49,3%), τη Ρουμανία (41,7%) και τη
Λεττονία (36,6%).
Και άλλοι όμως δείκτες σχετικής φτώχειας οδηγούν σε παρόμοια
συμπεράσματα όσον αφορά τις διαστάσεις του φαινομένου στη χώρα μας και
τη σχετική θέση της Ελλάδος έναντι των άλλων χωρών της ΕΕ.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το χάσμα ή βάθος της σχετικής
φτώχειας, το οποίο μετρά την απόσταση του ορίου της φτώχειας (για το
σύνολο του πληθυσμού) από τη διάμεσο του ισοδύναμου εισοδήματος των
ατόμων που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας, ως ποσοστό του
ορίου της φτώχειας, υπολογίζεται σε 29,9% το 2012 στην Ελλάδα (ΕΕ-28:
24,1%).
Αυτό σημαίνει ότι 50% των φτωχών έχουν εισόδημα μικρότερο από το
70,1% της γραμμής φτώχειας, δηλαδή κάτω από 4.000 ευρώ ετησίως ανά
άτομο. Επιπλέον, ο πληθυσμός που διαβιοί σε νοικοκυριά στα οποία δεν
εργάζεται κανένα μέλος ή εργάζεται λιγότερο από 3 μήνες συνολικά το
χρόνο ανέρχεται σε 1.010.900 άτομα ή σε 16,1% του πληθυσμού ηλικίας
18-59 ετών, ενώ το 2011 και το 2010 ήταν 837.300 και 544.800 άτομα
αντίστοιχα.
Όπως προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία, όλοι οι δείκτες του
κινδύνου σχετικής φτώχειας αυξήθηκαν σημαντικά για την Ελλάδα κατά τα
τρία πρώτα έτη της τρέχουσας κρίσης. Πράγματι, το ποσοστό της σχετικής
φτώχειας αυξήθηκε κατά 3,4 εκατοστιαίες μονάδες ή 17,3% (εισοδήματα
2008: 19,7%, 2011: 23,1%), το χάσμα της φτώχειας αυξήθηκε κατά 5,8
εκατοστιαίες μονάδες ή 24,1%, ενώ ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού
αποκλεισμού αυξήθηκε κατά 7,0 εκατοστιαίες μονάδες ή 25,4%.
Ωστόσο, εξαιρετικά πιο δραματική είναι η επιδείνωση των δεικτών
φτώχειας στην περίοδο της τρέχουσας κρίσης, σε απόλυτους όρους, δηλ.
όταν η γραμμή της φτώχειας παραμένει διαχρονικά σταθερή σε όρους
πραγματικής αγοραστικής δύναμης.
Πράγματι, το ποσοστό φτώχειας για το έτος 2010 υπολογιζόμενο με το
κατώφλι φτώχειας του έτους 2005 (60% του διάμεσου εισοδήματος του 2005
εκφρασμένου σε τιμές του 2010 με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών
Καταναλωτή) ήταν 16,3%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το επόμενο έτος
της έρευνας (2011) έφθασε στο 22,9% και για το 2012 στο 32,3%.
Με άλλα λόγια, στην περίοδο της τρέχουσας κρίσης και μέσα στα δύο
μόλις τελευταία έτη για τα οποία υπάρχουν στοιχεία σχεδόν διπλασιάστηκαν
οι διαστάσεις της φτώχειας σε απόλυτους όρους (αύξηση κατά 16
εκατοστιαίες μονάδες ή 98,2%, βλ. Διάγραμμα Α).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου